της Λώρης Κέζα
Να το ομολογήσουμε. Από οικονομικά οι περισσότεροι δεν σκαμπάζουμε. Θα έπρεπε λοιπόν κάποιος να αναλάβει επισήμως να γράψει μια ιστορία και να μας την αφηγηθεί σαν να ήμασταν παιδάκια. Για να καταλάβουμε δηλαδή πώς η συρρίκνωση των μισθών στα 450 ευρώ θα φέρει ανάπτυξη. Για να καταλάβουμε πως θα γίνει προκοπή με ανεργία στο 30%. Για να καταλάβουμε την επιμονή για μείωση των κρατικών δαπανών ενώ χαλαρώνουν ξανά οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί.
Για να καταλάβουμε σε ποιανού την τσέπη θα μπουν τα οφέλη της ανταγωνιστικότητας. Και πριν αρθρωθεί το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα» θα φανταστούμε το αφήγημα στην Αττική και τους χαρακτήρες ντυμένους με χιτώνες. Θα θυμηθούμε τον Αριστοτέλη. Εκείνος δεν έλεγε ότι για την ευδαιμονία είναι απαραίτητοι γεωργοί δούλοι ή βάρβαροι περίοικοι;
Για όσους ο ορισμός του PSI είναι εξίσου δύσκολος με την περιγραφή του μποζονίου Χιγκς, υπάρχει το καταφύγιο της Ιστορίας. Από εκεί θα κατανοήσουν το παίγνιο των δανειστών του ελληνικού κράτους όπως επίσης και τη χρησιμότητα των ανδράποδων.
Αν μπορούμε να καμαρώνουμε τον Παρθενώνα είναι επειδή κάτω από τα μάρμαρα συνεθλίβησαν χιλιάδες δούλοι. Αν θαυμάζουμε τις τριήρεις είναι επειδή στα λαγούμια του Λαυρίου κάποιοι πέθαιναν βγάζοντας το ασήμι. Η δραχμή, το νόμισμα δεν ήταν τότε κάτι εικονικό, αντιστοιχούσε σε πλούτο. Θα πει κανείς ότι αυτά είναι αφέλειες όσων δεν ξέρουν από μακροοικονομία. Κι όμως οι αναλογίες είναι πολλές. Αν μιλήσει κανείς για τον τρίτο κόσμο και για τα πραγματικά φτηνό εργατικό δυναμικό, θα θυμίσουμε ότι και στην κλασική εποχή υπήρχαν πολλών λογιών άτομα με περιορισμένες ελευθερίες, με διαφορετική καταγωγή. Άλλο ήταν ο μέτοικος, άλλο ήταν ο σκλάβος. Όλοι μαζί χρησίμευσαν στην «ανάπτυξη» της εποχής.
Μια ακόμη σύμπτωση: ο αποκλεισμός από τις πολιτικές αποφάσεις. Δεν ξέρουμε αυτή τη στιγμή πόσοι Έλληνες νιώθουν να εκπροσωπούνται από την κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε πόσοι θα επέλεγαν ξανά το κόμμα που ψήφισαν το 2009, δεν ξέρουμε αν επιθυμούν τη συναίνεση, δεν ξέρουμε αν θα επέτρεπαν τη μακροημέρευση μιας «κυβέρνησης του σωλήνα». Η συμμετοχή των πολιτών σε όσα διαδραματίζονται δεν είναι καν εικονική. Είναι ανύπαρκτη. Επιπλέον όλο και κάποιες φωνούλες δυναμώνουν ζητώντας να μην γίνουν εκλογές.
Πρέπει πρώτα να πετύχει το οικονομικό μοντέλο που θα κάνει ευτυχείς τους τραπεζίτες και δυστυχείς τους ανθρώπους. Να υπογραμμίσουμε κάτι: δεν είπαμε ότι δεν χρωστάμε, δεν αρνούμαστε να επιστρέψουμε τις οφειλές. Ο τρόπος όμως με τον οποίο γίνεται ο οικονομικός σχεδιασμός θυμίζει περισσότερο βουρδουλιές παρά στρατηγικό σχέδιο για το καλό της χώρας και των κατοίκων της.
Να το πούμε κι αλλιώς: δεν γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια για την εισροή κεφαλαίων από οφειλέτες του Δημοσίου, δεν καταργείται ο πολυέξοδος στρατός, δεν γίνονται εκποιήσεις από αυτές που αφήνουν απείραχτα τα δημόσια αγαθά, δεν θεσμοθετείται ένα fast track για τους μεσαίους επενδυτές. Αντ’ αυτών οι υπουργοί της συναίνεσης αναφέρονται στο ποδοπάτημα των ιδιωτικών υπαλλήλων και στην εκδίωξη των δημοσίων (οι οποίοι θα χαρούν πολύ να πάρουν τα 450 ευρώ αν είναι εντελώς απλήρωτοι).
Ας αναρωτηθούμε: θέλουμε να χτίσουμε τον Παρθενώνα των Μερκοζί; Γιατί εκεί πάει το πράμα… Γινόμαστε κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη οι δούλοι του κατώτατου μισθού, οι περίοικοι της ευρωπαϊκής αγοράς. Θα δουλεύουμε για την ευδαιμονία των άλλων.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Να το ομολογήσουμε. Από οικονομικά οι περισσότεροι δεν σκαμπάζουμε. Θα έπρεπε λοιπόν κάποιος να αναλάβει επισήμως να γράψει μια ιστορία και να μας την αφηγηθεί σαν να ήμασταν παιδάκια. Για να καταλάβουμε δηλαδή πώς η συρρίκνωση των μισθών στα 450 ευρώ θα φέρει ανάπτυξη. Για να καταλάβουμε πως θα γίνει προκοπή με ανεργία στο 30%. Για να καταλάβουμε την επιμονή για μείωση των κρατικών δαπανών ενώ χαλαρώνουν ξανά οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί.
Για να καταλάβουμε σε ποιανού την τσέπη θα μπουν τα οφέλη της ανταγωνιστικότητας. Και πριν αρθρωθεί το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα» θα φανταστούμε το αφήγημα στην Αττική και τους χαρακτήρες ντυμένους με χιτώνες. Θα θυμηθούμε τον Αριστοτέλη. Εκείνος δεν έλεγε ότι για την ευδαιμονία είναι απαραίτητοι γεωργοί δούλοι ή βάρβαροι περίοικοι;
Για όσους ο ορισμός του PSI είναι εξίσου δύσκολος με την περιγραφή του μποζονίου Χιγκς, υπάρχει το καταφύγιο της Ιστορίας. Από εκεί θα κατανοήσουν το παίγνιο των δανειστών του ελληνικού κράτους όπως επίσης και τη χρησιμότητα των ανδράποδων.
Αν μπορούμε να καμαρώνουμε τον Παρθενώνα είναι επειδή κάτω από τα μάρμαρα συνεθλίβησαν χιλιάδες δούλοι. Αν θαυμάζουμε τις τριήρεις είναι επειδή στα λαγούμια του Λαυρίου κάποιοι πέθαιναν βγάζοντας το ασήμι. Η δραχμή, το νόμισμα δεν ήταν τότε κάτι εικονικό, αντιστοιχούσε σε πλούτο. Θα πει κανείς ότι αυτά είναι αφέλειες όσων δεν ξέρουν από μακροοικονομία. Κι όμως οι αναλογίες είναι πολλές. Αν μιλήσει κανείς για τον τρίτο κόσμο και για τα πραγματικά φτηνό εργατικό δυναμικό, θα θυμίσουμε ότι και στην κλασική εποχή υπήρχαν πολλών λογιών άτομα με περιορισμένες ελευθερίες, με διαφορετική καταγωγή. Άλλο ήταν ο μέτοικος, άλλο ήταν ο σκλάβος. Όλοι μαζί χρησίμευσαν στην «ανάπτυξη» της εποχής.
Μια ακόμη σύμπτωση: ο αποκλεισμός από τις πολιτικές αποφάσεις. Δεν ξέρουμε αυτή τη στιγμή πόσοι Έλληνες νιώθουν να εκπροσωπούνται από την κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε πόσοι θα επέλεγαν ξανά το κόμμα που ψήφισαν το 2009, δεν ξέρουμε αν επιθυμούν τη συναίνεση, δεν ξέρουμε αν θα επέτρεπαν τη μακροημέρευση μιας «κυβέρνησης του σωλήνα». Η συμμετοχή των πολιτών σε όσα διαδραματίζονται δεν είναι καν εικονική. Είναι ανύπαρκτη. Επιπλέον όλο και κάποιες φωνούλες δυναμώνουν ζητώντας να μην γίνουν εκλογές.
Πρέπει πρώτα να πετύχει το οικονομικό μοντέλο που θα κάνει ευτυχείς τους τραπεζίτες και δυστυχείς τους ανθρώπους. Να υπογραμμίσουμε κάτι: δεν είπαμε ότι δεν χρωστάμε, δεν αρνούμαστε να επιστρέψουμε τις οφειλές. Ο τρόπος όμως με τον οποίο γίνεται ο οικονομικός σχεδιασμός θυμίζει περισσότερο βουρδουλιές παρά στρατηγικό σχέδιο για το καλό της χώρας και των κατοίκων της.
Να το πούμε κι αλλιώς: δεν γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια για την εισροή κεφαλαίων από οφειλέτες του Δημοσίου, δεν καταργείται ο πολυέξοδος στρατός, δεν γίνονται εκποιήσεις από αυτές που αφήνουν απείραχτα τα δημόσια αγαθά, δεν θεσμοθετείται ένα fast track για τους μεσαίους επενδυτές. Αντ’ αυτών οι υπουργοί της συναίνεσης αναφέρονται στο ποδοπάτημα των ιδιωτικών υπαλλήλων και στην εκδίωξη των δημοσίων (οι οποίοι θα χαρούν πολύ να πάρουν τα 450 ευρώ αν είναι εντελώς απλήρωτοι).
Ας αναρωτηθούμε: θέλουμε να χτίσουμε τον Παρθενώνα των Μερκοζί; Γιατί εκεί πάει το πράμα… Γινόμαστε κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη οι δούλοι του κατώτατου μισθού, οι περίοικοι της ευρωπαϊκής αγοράς. Θα δουλεύουμε για την ευδαιμονία των άλλων.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου