Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ 31/11/2001
Οργή και απέχθεια προκάλεσε στα δυτικά μέσα ενημέρωσης η ψήφιση από την κυβέρνηση της Ουγγαρίας του εκτρωματικού νέου συντάγματος το οποίο καταπατά στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. «Η δημοκρατία πολιορκείται» έγραφε στα κείμενά της η αμερικανική εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς ενώ για «δημοκρατικό έλλειμμα» έκανε λόγο το γερμανικό Σπίγκελ. Οι ναυαρχίδες των δυτικών μέσων ενημέρωσης θυμήθηκαν αίφνης ότι η κυβέρνηση του κόμματος Φιντέζς, η οποία προέκυψε μέσα από τα ερείπια που άφησε στον κοινωνικό ιστό της χώρας το πέρασμα του ΔΝΤ, δεν αποτελούσε απλώς ένα δεξιό κόμμα αλλά ένα ακροδεξιό τερατούργημα. Πάλαι ποτέ συνεργάτες των νεοφασιστικών ταγμάτων θανάτου της οργάνωσης Γιόμπικ, που καίει ζωντανούς τσιγγάνους και άλλες μειονότητες, τα μέλη της κυβέρνησης χρησιμοποίησαν την πλειοψηφία των δυο τρίτων που διατηρούν στο κοινοβούλιο για να χτυπήσουν τον πυρήνα της Δημοκρατίας.
Το πρόβλημα για άλλη μια φορά ήταν ότι η μεγαλύτερη ανησυχία των διεθνών μέσων ενημέρωσης δεν ήταν οι δημοκρατικές ελευθερίες των Ούγγρων αλλά η «ελευθερία» των ξένων τραπεζών και των Ούγγρων τεχνοκρατών που τις υπηρετούν.
Η εφημερίδα Φαινάνσιαλ Τάιμς ήταν από τις λίγες που έγραψε τα πράγματα με το όνομά τους σημειώνοντας ότι η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ο περιορισμός της ελευθερίας της κεντρικής τράπεζας. Οι χρηματαγορές δηλαδή ανησύχησαν ίσως από τη μοναδική πραγματικά δημοκρατική μεταρρύθμιση που προβλέπει το νέο σύνταγμα και η οποία αφαιρεί εξουσίες από τους μη εκλεγμένους τεχνοκράτες και τις μεταβιβάζει στους αιρετούς αντιπροσώπους του λαού. Και μόνο η ιδέα ότι η νομισματική και εμμέσως και η δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας μπορεί να ελέγχεται από δημοκρατικές διαδικασίες φαίνεται πως δημιουργεί φλύκταινες στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ (και πρώην αξιωματούχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Γκόλντμαν Σακς) Μάριο Ντράγκι παρενέβη ανερυθρίαστα στα εσωτερικά της Ουγγαρίας καταδικάζοντας με γραπτή ανακοίνωσή του τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Την ίδια χολή έσταζαν και οι ανακοινώσεις αρκετών ευρωπαίων αξιωματούχων οι οποίοι με πρόσχημα την επίθεση στις δημοκρατικές ελευθερίες προσπαθούσαν να διασώσουν έναν από τους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης λογικής του Μάαστριχτ: την λεγόμενη «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών.
Κανένας δεν θυμήθηκε βέβαια ότι οι κεντρικές τράπεζες των χωρών μελών ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την σημερινή κατάσταση στο εσωτερικό της ευρωζώνης και της ΕΕ.
Συγκεκριμένα στην Ουγγαρία, όπου το τραπεζικό σύστημα ελέγχεται ως επί το πλείστον από ξένα κεφάλαια - όπως συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η κεντρική τράπεζα είχε μετατραπεί σε κράτος εν κράτει. Οι αποφάσεις που λάμβανε επηρέαζαν τις ζωές εκατομμυρίων πολιτών άλλα έμεναν άγνωστες ακόμη και στην κυβέρνηση η οποία τις μάθαινε είτε την τελευταία στιγμή είτε... εκ του αποτελέσματος.
Ούτε βρέθηκαν πολλοί να σημειώσουν ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες των χωρών που αντιμετωπίζουν κρίση χρέους μετατρέπονται σε μη εκλεγμένους πρωθυπουργούς.
Ίσως η πιο τραγική είδηση της εβδομάδας να μην είναι τελικά η ψήφιση του νέου ουγγρικού συντάγματος αλλά η διαπίστωση ότι ο νεοφασιστικός συρφετός που κυβερνά τη χώρα έχει σαφώς μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση από τις κυβερνήσεις τη; Ιταλίας και της Ελλάδας.
Ο μερικός έλεγχος των κεντρικών τραπεζών δεν ήταν πάντως η μοναδική κίνηση του Ούγγρου πρωθυπουργού που εξόργισε τους ευρωπαίους κομισάριους. Ο Ορμπαν το τελευταίο διάστημα έχει εθνικοποιήσει ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία ενώ ανάγκασε τις τράπεζες να απορροφήσουν μεγάλο τμήμα από τις διακυμάνσεις του εθνικού νομίσματος απέναντι στους πολίτες - περιορίζοντας έτσι τη λυστρική κερδοφορία τους. Οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι του εξωτερικού μάλιστα όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τη χώρα, όπως προέβλεπαν οι Κασσάνδρες, αλλά αποδέχτηκαν και αύξηση της φορολόγησής τους.
Θα πρέπει φυσικά να θυμόμαστε πάντα ότι η οικονομική πολιτική της ουγγρικής κυβέρνησης έχει ως βασικό στόχο την προστασία συγκεκριμένων τμημάτων της οικονομικής ελίτ της χώρας τα οποία ασφυκτιούν από τις νεοαποικιοκρατικές παρεμβάσεις της ΕΕ και των αγορών. Ακόμη και έτσι όμως τα παράπλευρά οφέλη για τον πληθυσμό είναι πολύ σημαντικότερα από ό,τι έχει υποσχεθεί τα τελευταία χρόνια η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αλλά ακόμη και από τις προγραμματικές δηλώσεις αρκετών κομμάτων της αριστεράς.
Προφανώς η κατάσταση είναι ακριβώς αντίστροφη στον τομέα των πολιτικών και συλλογικών δικαιωμάτων όπου η κυβέρνηση δρα με σχεδόν δικτατορικό τρόπο. Το νέο σύνταγμα εξασφαλίζει την παραμονή του κόμματος Φιντέζς στην εξουσία, ακόμη και αν ηττηθεί στις επόμενες εκλογές ενώ στραγγαλίζει την ελευθερία του Τύπου. Αρκετοί δημοσιογράφοι προχώρησαν τις τελευταίες ημέρες σε απεργία πείνας καταγγέλλοντας την καθημερινή φίμωσή τους από την κυβέρνηση. Πολύ πρόσφατα, επίσης, ο πρωθυπουργός διέταξε το κλείσιμο του τελευταίου αντικυβερνητικού ραδιοσταθμού εξασφαλίζοντας τον απόλυτο έλεγχο των μεγάλων μέσων ενημέρωσης.
Την ίδια στιγμή οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις απειλούν να θέσουν εκτός νόμου το σοσιαλιστικό κόμμα αφού το χαρακτηρίζουν σαν συνέχεια του κομμουνιστικού κόμματος το οποίο βρίσκεται εδώ και χρόνια στην παρανομία.
Τηρουμένων των αναλογιών η περίπτωση της Ουγγαρίας θυμίζει όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα το πέρασμα από τη δημοκρατία της Βαιμάρης στην εκλογική νίκη του Χίτλερ και την μετέπειτα επιβολή δικτατορίας. Κυβερνήσεις του κέντρου ή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που εγκαταλείπουν τους πολίτες τους σε περιόδους κρίσης χρέους προτιμώντας πάντα να διασώζουν το τραπεζικό σύστημα σε βάρος των πολιτών, ανοίγουν το δρόμο στην φασίζουσα λαϊκιστική άκρα δεξιά.
Μοναδική ίσως εξαίρεση η Ελλάδα, όπου λόγω περιορισμένων ικανοτήτων των στελεχών της, η ελληνική ακροδεξιά έπρεπε να τοποθετηθεί στην κυβέρνηση όχι με εκλογές αλλά από τα μεγάλα εκδοτικά και επιχειρηματικά συγκροτήματα.
Πηγή
Οργή και απέχθεια προκάλεσε στα δυτικά μέσα ενημέρωσης η ψήφιση από την κυβέρνηση της Ουγγαρίας του εκτρωματικού νέου συντάγματος το οποίο καταπατά στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. «Η δημοκρατία πολιορκείται» έγραφε στα κείμενά της η αμερικανική εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς ενώ για «δημοκρατικό έλλειμμα» έκανε λόγο το γερμανικό Σπίγκελ. Οι ναυαρχίδες των δυτικών μέσων ενημέρωσης θυμήθηκαν αίφνης ότι η κυβέρνηση του κόμματος Φιντέζς, η οποία προέκυψε μέσα από τα ερείπια που άφησε στον κοινωνικό ιστό της χώρας το πέρασμα του ΔΝΤ, δεν αποτελούσε απλώς ένα δεξιό κόμμα αλλά ένα ακροδεξιό τερατούργημα. Πάλαι ποτέ συνεργάτες των νεοφασιστικών ταγμάτων θανάτου της οργάνωσης Γιόμπικ, που καίει ζωντανούς τσιγγάνους και άλλες μειονότητες, τα μέλη της κυβέρνησης χρησιμοποίησαν την πλειοψηφία των δυο τρίτων που διατηρούν στο κοινοβούλιο για να χτυπήσουν τον πυρήνα της Δημοκρατίας.
Το πρόβλημα για άλλη μια φορά ήταν ότι η μεγαλύτερη ανησυχία των διεθνών μέσων ενημέρωσης δεν ήταν οι δημοκρατικές ελευθερίες των Ούγγρων αλλά η «ελευθερία» των ξένων τραπεζών και των Ούγγρων τεχνοκρατών που τις υπηρετούν.
Η εφημερίδα Φαινάνσιαλ Τάιμς ήταν από τις λίγες που έγραψε τα πράγματα με το όνομά τους σημειώνοντας ότι η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ο περιορισμός της ελευθερίας της κεντρικής τράπεζας. Οι χρηματαγορές δηλαδή ανησύχησαν ίσως από τη μοναδική πραγματικά δημοκρατική μεταρρύθμιση που προβλέπει το νέο σύνταγμα και η οποία αφαιρεί εξουσίες από τους μη εκλεγμένους τεχνοκράτες και τις μεταβιβάζει στους αιρετούς αντιπροσώπους του λαού. Και μόνο η ιδέα ότι η νομισματική και εμμέσως και η δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας μπορεί να ελέγχεται από δημοκρατικές διαδικασίες φαίνεται πως δημιουργεί φλύκταινες στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ (και πρώην αξιωματούχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Γκόλντμαν Σακς) Μάριο Ντράγκι παρενέβη ανερυθρίαστα στα εσωτερικά της Ουγγαρίας καταδικάζοντας με γραπτή ανακοίνωσή του τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Την ίδια χολή έσταζαν και οι ανακοινώσεις αρκετών ευρωπαίων αξιωματούχων οι οποίοι με πρόσχημα την επίθεση στις δημοκρατικές ελευθερίες προσπαθούσαν να διασώσουν έναν από τους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης λογικής του Μάαστριχτ: την λεγόμενη «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών.
Κανένας δεν θυμήθηκε βέβαια ότι οι κεντρικές τράπεζες των χωρών μελών ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την σημερινή κατάσταση στο εσωτερικό της ευρωζώνης και της ΕΕ.
Συγκεκριμένα στην Ουγγαρία, όπου το τραπεζικό σύστημα ελέγχεται ως επί το πλείστον από ξένα κεφάλαια - όπως συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η κεντρική τράπεζα είχε μετατραπεί σε κράτος εν κράτει. Οι αποφάσεις που λάμβανε επηρέαζαν τις ζωές εκατομμυρίων πολιτών άλλα έμεναν άγνωστες ακόμη και στην κυβέρνηση η οποία τις μάθαινε είτε την τελευταία στιγμή είτε... εκ του αποτελέσματος.
Ούτε βρέθηκαν πολλοί να σημειώσουν ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες των χωρών που αντιμετωπίζουν κρίση χρέους μετατρέπονται σε μη εκλεγμένους πρωθυπουργούς.
Ίσως η πιο τραγική είδηση της εβδομάδας να μην είναι τελικά η ψήφιση του νέου ουγγρικού συντάγματος αλλά η διαπίστωση ότι ο νεοφασιστικός συρφετός που κυβερνά τη χώρα έχει σαφώς μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση από τις κυβερνήσεις τη; Ιταλίας και της Ελλάδας.
Ο μερικός έλεγχος των κεντρικών τραπεζών δεν ήταν πάντως η μοναδική κίνηση του Ούγγρου πρωθυπουργού που εξόργισε τους ευρωπαίους κομισάριους. Ο Ορμπαν το τελευταίο διάστημα έχει εθνικοποιήσει ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία ενώ ανάγκασε τις τράπεζες να απορροφήσουν μεγάλο τμήμα από τις διακυμάνσεις του εθνικού νομίσματος απέναντι στους πολίτες - περιορίζοντας έτσι τη λυστρική κερδοφορία τους. Οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι του εξωτερικού μάλιστα όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τη χώρα, όπως προέβλεπαν οι Κασσάνδρες, αλλά αποδέχτηκαν και αύξηση της φορολόγησής τους.
Θα πρέπει φυσικά να θυμόμαστε πάντα ότι η οικονομική πολιτική της ουγγρικής κυβέρνησης έχει ως βασικό στόχο την προστασία συγκεκριμένων τμημάτων της οικονομικής ελίτ της χώρας τα οποία ασφυκτιούν από τις νεοαποικιοκρατικές παρεμβάσεις της ΕΕ και των αγορών. Ακόμη και έτσι όμως τα παράπλευρά οφέλη για τον πληθυσμό είναι πολύ σημαντικότερα από ό,τι έχει υποσχεθεί τα τελευταία χρόνια η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αλλά ακόμη και από τις προγραμματικές δηλώσεις αρκετών κομμάτων της αριστεράς.
Προφανώς η κατάσταση είναι ακριβώς αντίστροφη στον τομέα των πολιτικών και συλλογικών δικαιωμάτων όπου η κυβέρνηση δρα με σχεδόν δικτατορικό τρόπο. Το νέο σύνταγμα εξασφαλίζει την παραμονή του κόμματος Φιντέζς στην εξουσία, ακόμη και αν ηττηθεί στις επόμενες εκλογές ενώ στραγγαλίζει την ελευθερία του Τύπου. Αρκετοί δημοσιογράφοι προχώρησαν τις τελευταίες ημέρες σε απεργία πείνας καταγγέλλοντας την καθημερινή φίμωσή τους από την κυβέρνηση. Πολύ πρόσφατα, επίσης, ο πρωθυπουργός διέταξε το κλείσιμο του τελευταίου αντικυβερνητικού ραδιοσταθμού εξασφαλίζοντας τον απόλυτο έλεγχο των μεγάλων μέσων ενημέρωσης.
Την ίδια στιγμή οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις απειλούν να θέσουν εκτός νόμου το σοσιαλιστικό κόμμα αφού το χαρακτηρίζουν σαν συνέχεια του κομμουνιστικού κόμματος το οποίο βρίσκεται εδώ και χρόνια στην παρανομία.
Τηρουμένων των αναλογιών η περίπτωση της Ουγγαρίας θυμίζει όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα το πέρασμα από τη δημοκρατία της Βαιμάρης στην εκλογική νίκη του Χίτλερ και την μετέπειτα επιβολή δικτατορίας. Κυβερνήσεις του κέντρου ή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που εγκαταλείπουν τους πολίτες τους σε περιόδους κρίσης χρέους προτιμώντας πάντα να διασώζουν το τραπεζικό σύστημα σε βάρος των πολιτών, ανοίγουν το δρόμο στην φασίζουσα λαϊκιστική άκρα δεξιά.
Μοναδική ίσως εξαίρεση η Ελλάδα, όπου λόγω περιορισμένων ικανοτήτων των στελεχών της, η ελληνική ακροδεξιά έπρεπε να τοποθετηθεί στην κυβέρνηση όχι με εκλογές αλλά από τα μεγάλα εκδοτικά και επιχειρηματικά συγκροτήματα.
Πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου